- μυριόκλωνος
- -η, -ο(για δέντρα)1. αυτός που έχει πάρα πολλά κλαδιά2. μτφ. μεγάλος («μυριόκλωνος ο πόνος που πονώ», Γρυπ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο)-* + κλῶνος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μυριόκλωνος — η, ο με αμέτρητα κλωνάρια, κλαδιά: Μυριόκλωνος θάμνος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κλώνος — Βλ. λ. κλάδος. * * * ὁ (AM κλών, ωνός, Μ και κλώνος) κλάδος, κλωνάρι («οὔπω χοάς ποτ οὐδὲ κλῶνα μυρσίνης», Ευρ.) νεοελλ. βιολ. πληθυσμός γενετικά ταυτόσημων πολυκύτταρων ή μονοκύτταρων οργανισμών που προήλθε αρχικά από ένα μόνο άτομο με αγενείς… … Dictionary of Greek
μυρι(ο)- — (ΑΜ μυριο ) πρώτο συνθετικό πάρα πολλών λέξεων τής Ελληνικής, ιδιαίτερα τής μεσαιωνικής περιόδου, που ανάγεται είτε στο επίθ. μυρίος «άφθονος, αναρίθμητος» είτε στο μύριος «αυτός που αριθμείται σε 10. 000» και δηλώνει ότι το β συνθετικό υπάρχει ή … Dictionary of Greek